άφνου

άφνου
(Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ.
ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r- / n- (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό -s κατά τα ούτως, πολλάκις κ.λπ. Το επίρρ. άφνω απαντά τόσο στην ποίηση (Αλκαίος, Αισχύλος, Ευριπίδης, Εύπολις) όσο και στον πεζό λόγο (Θουκυδίδης, Δημοσθένης), συνδέεται δε σημασιολογικά με τα αίφνης, αίψα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακράφνου — επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + άφνου) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”